ζουπώ

ζουπώ
-άω και ζουπίζω
ζουλάω, πιέζω, συνθλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζουπίζω < *διοπίζω «βγάζω τον οπό (χυμό)». Ο τ. ζουπώ μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουπίζω (πρβλ. ζουλίζω-ζουλώ, σκορπίζω-σκορπώ κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζουπάω — και ζουπώ και ζουπίζω ζούπησα και ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος 1. πιέζω ισχυρά: Ζούπα το φελλό να πέσει μέσα στο μπουκάλι. 2. συνθλίβω για εξαγωγή χυμού: Ζουπώ το λεμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζούπητος — και ηχτος, η, ο [ζουπώ] ο αζούπιστος …   Dictionary of Greek

  • ζουπίζω — βλ. ζουπώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”